Άγιος Δημήτριος

Ο Βίος του Αγίου Ενδόξου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου


Ο Άγιος Δημήτριος ζούσε στη Θεσσαλονίκη επί βασιλείας Γαλερίου Μαξιμιανού (περί το 306). Ήταν γόνος μιας των επιφανέστερων οικογενειών της επαρχίας της Μακεδονίας και όλοι τον θαύμαζαν όχι μόνο για την ευγενική του καταγωγή και τη χάρη του παρουσιαστικού του αλλά επίσης και για την αρετή, τη σοφία και την καλοσύνη, που υπερέβαιναν κατά πολύ εκείνες των μεγαλυτέρων του. Έμπειρος στη στρατιωτική τέχνη, παρά το νεαρό της ηλικίας του, διορίστηκε από τον Γαλέριο – που ήταν καίσαρας του Ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας – στρατηγός των Ρωμαϊκών στρατευμάτων της Θεσσαλίας και ανθύπατος της επαρχίας της Ελλάδος. Οι τιμές αυτές δεν τον περιέσπασαν όμως από τις θεμελιώδεις αλήθειες. Η πίστη στο Χριστό είχε καταλάβει την καρδιά του και μη έχοντας καμμιά υπόληψη στα εγκόσμια μεγαλεία, ο Δημήτριος περνούσε τον περισσότερο καιρό διδάσκοντας και ερμηνεύοντας δημοσίως τον λόγο του Θεού. Η διαγωγή του –πλήρης δικαιοσύνης, ειρήνης, και φιλαδελφίας- μαρτυρούσε για την έμπρακτη εφαρμογή τν λόγων του, ώστε μεγάλος αριθμός ειδωλολατρών ασπάστηκε την πίστη του Χριστού, παρά τον διωγμό που είχε εξαπολύσει τότε ο αυτοκράτορας κατά των χριστιανών.

Καθώς ο Γαλέριος κατήγαγε λαμπρή νίκη στον πόλεμο κατά των Σκυθών, στο δρόμο της επιστροφής του σταμάτησε στη Θεσσαλονίκη για να οργανώσει εκεί τη θριαμβική του πομπή και να προσφέρει θυσίες ευχαριστήριες στα είδωλα. Κάποιοι ειδωλολάτρες της πόλεως που φθονούσαν την καλή φήμη του Δημητρίου, εκμεταλλεύτηκαν την παρουσία του αυτοκράτορος για να καταγγείλουν τον Δημήτριο ως Χριστιανό. Η κατάπληξη του τυράννου μεταβλήθηκε σε βίαιο θυμό όταν πληροφορήθηκε ότι ο Δημήτριος δεν αρκούταν να συμμερίζεται απλώς την πίστη των μαθητών του Χριστού αλλά την διέδιδε με επιτυχία αξιοποιώντας την επίσημη θέση του. Διέταξε να του φέρουν μπροστά του τον Άγιο, ο οποίος δίχως δισταγμό ομολόγησε την πίστη του. Ο τύρρανος διέταξε να τον κλείσουν σε ένα κελλί γεμάτο ακαθαρσίες, στα υπόγεια ενός λουτρού κοντά στο ανάκτορο. Όταν μπήκε στο κελλί ο Δημήτριος, ένας σκορπιός πλησίασε το πόδι του και ήταν έτοιμος να τον τσιμπήσει με το θανατηφόρο του κεντρί. Κάνοντας όμως απλώς το σημείο του σταυρού, ο άγιος τον έκανε να εξαφανισθεί. Μόνος μέσα στη σκοτεινή και υγρή φυλακή, ο Δημήτριος έμενε ανενόχλητος από τις ασφυκτικές αναθυμιάσεις, πλήρης αγαλλιάσεως στη σκέψη ότι σύντομα θα γινόταν κοινωνός του σωτηριώδους Πάθους του Κυρίου. Θλιβόταν μόνο που θα έπρεπε να περιμένει το πέρας των εορτασμών προς τιμή του αυτοκράτορος για να υποβληθεί στο μαρτύριο.

Όπως απαιτούσε το έθιμο, ο Γαλέριος διοργάνωσε στο αμφιθέατρο της Θεσσαλονίκης αθλοπαιδιές και αγώνες μονομάχων. Είχε φέρει μαζί του τον Λυαίο, ένα γίγαντα της φυλής των Βανδάλων προικισμένο με ηράκλεια δύναμη. Ήταν τόσο ρωμαλέος και επιδέξιος μονομάχος ώστε κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί μπροστά του. Ο Νέστωρ, ένας νεαρός χριστιανός, βλέποντας την κενή και μάταιη δόξα που προσποριζόταν ο αυτοκράτορας από τις νίκες του πρωταθλητού μονομάχου, αποφάσισε να του δείξει ότι ο Χριστός είναι ο μόνος παντοδύναμος. Έτρεξε στο λουτρό όπου ήταν φυλακισμένος ο Δημήτριος και του ζήτησε να τον συνδράμει με την προσευχή του ώστε να καταβάλει το γίγαντα. Ό μάρτυς έκανε το σημείο του σταυρού στο μέτωπο και στη καρδιά του νεαρού αγωνιστή και τον έστειλε στο στάδιο σαν άλλο Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ. Ο Νέστωρ έφθασε στο αμφιθέατρο τη στιγμή που οι κήρυκες διαλαλούσαν και φώναζαν ένα κάποιος ήθελε ν’αντιμετωπίσει τον Λυαίο. Προχώρησε τότε και στάθηκε μπροστά στην αυτοκρατορική κερκίδα, έριξε καταγής τον χιτώνα του και φώναξε: «Θεε του Δημητρίου βοήθει μοι!» Ήδη στην πρώτη συμπλοκή, τη στιγμή που ο γίγαντας ορμούσε καταπάνω στο λεπτοκαμωμένο νέο, ο Νέστωρ του ξέφυγε μ’ έναν ελιγμό και τον τραυμάτισε θανάσιμα στην καρδιά με το εγχειρίδιο του. Όλοι έμειναν άναυδοι βλέποντας αυτό το θαύμα, και αναρωτιόντουσαν πώς ήταν δυνατό ο ακαταμάχητος βάρβαρος να πέσει τόσο εύκολα νεκρός από το χτύπημα ενός παιδιού. Πράγματι, ο νεαρός χριστιανός, δεν εμπιστεύθηκε ούτε τη σωματική του δύναμη ούτε τα όπλα του, αλλά εναπόθεσε όλη του την ελπίδα στον Κύριο, τον εν πολέμο κραταιόν, ο οποίος παραδίδει στα χέρια των πιστών Του τους εχθρούς του. Αντί να υποταγεί σε αυτό το σημείο της δυνάμεως του Θεού, ο αυτοκράτορας κατελήφθη από μεγάλη οργή και διέταξε να συλλάβουν επί τόπου τον Νέστορα, να τον οδηγήσουν εκτός πόλεως και να τον αποκεφαλίσουν. Έχοντας δε ακούσει τον νέο να επικαλείται τον Θεό του Δημητρίου, υποψιάσθηκε ότι ο Δημήτριος χρησιμοποίηση κάποιο μαγικό τέχνασμα και διέταξε τους στρατιώτες του να τον λογχίσουν μέσα στο κελλί χωρίς άλλη δικαστική διαδικασία. Κάποιοι χριστιανοί που ήταν παρόντες όταν θανατώθηκε ο άγιος, περίμεναν να φύγουν οι στρατιώτες και μετά ενταφίασαν ευλαβικά το σκήνωμα του.

Ο υπηρέτης του Αγίου Δημητρίου Λούπος ήταν επίσης παρών. Πρίν ενταφιάσουν το τίμιο λείψανο, πήρε τον αιματοβαμμένο χιτώνα και το βασιλικό δακτυλίδι του Αγίου, και χάρις σ’αυτά επιτέλεσε πολλά θαύματα και ιάσεις. Όταν το πληροφορήθηκε ο Γαλέριος, έστειλε αμέσως στρατιώτες, οι οποίοι αποκεφάλισαν τον πιστό υπηρέτη.

Έχοντας στεφθεί με τον καλλίνικο στέφανο των μαρτυρικώς υπέρ του Χριστού αθλησάντων, ο άγιος Δημήτριος απέκτησε μεγάλη παρρησία προς τον Κύριο και δωρήθηκε στη «θεοφύλακτη και φιλόχριστη και φιλομάρτυρα πόλη των Θεσσαλονικέων ως τείχος νοητό και αδιάσειστο, οχυρό απόρθητο από βαρβάρους και δαίμονες, φρούριο γαληνόδωρο για τους κλυδωνισμούς της ζωής και σωμάτων και ψυχών αιώνιο φυλακτήριο». Επί χίλια εξακόσια και επιπλέον έτη, ο Άγιος Δημήτριος δεν έπαυσε να παρέχει τη φιλάνθρωπο προστασία του στη Θεσσαλονίκη, της οποίας είναι ο πολιούχος Άγιος.

Την προστάτευσε από επιδρομές βαρβάρων, ιδίως κατά την πολιορκία της πόλεως από τις αναρίθμητες ορδές του χάνου των Αβάρων, με τις οποίες συμμάχησαν πολλά σλαβικά φύλα, το φθινόπωρο του 586 (ή 597). Λόγω μιας επιδημίας που είχε προηγηθεί, οι υπερασπιστές της πόλεως ήταν ολιγάριθμοι εμφανίστηκε ο Άγιος Δημήτριος στις επάλξεις των τειχών και τους έδωσε θάρρος ν’αντισταθούν στις επανειλημμένες επιθέσεις και στις πολιορκητικές μηχανές. Την έβδομη ημέρα της πολιορκίας, την ώρα που οι βάρβαροι προετοίμαζαν μια γενική και αποφασιστική επίθεση , εμφανίστηκε ο άγιος στο μέσον του στρατοπέδου τους ιππεύοντας λευκό άλογο, επικεφαλής πανίσχυρου στρατού, ο οποίος διεσκόρπισε τους εχθρούς, χωρίς να χρειαστεί να εμπλακούν σε μάχη οι κάτοικοι της πόλεως.

Μερικά χρόνια αργότερα, περί το 615 οι Σκλαβένοι (Σλάβοι), που είχαν εγκατασταθεί στη Μακεδονία, επιχείρησαν νέα επιδρομή κατά της Θεσσαλονίκης, ο Άγιος, όμως, ακτινοβολώντας τη δόξα την οποία έχει ενώπιων του Κυρίου, εμφανίστηκε πάλι και στις επάλξεις και ανάμεσα στα μονόξυλα των εισβολέων, που ετοιμάζονταν να επιτεθούν στην πόλη από θαλάσσης. Προκάλεσε τέτοια σύγχυση ώστε τα μονόξυλα συντρίβονταν το ένα πάνω στο άλλο. Για να σωθούν, οι βάρβαροι προσπαθούσαν να κρατηθούν από άλλα μονόξυλα, τα οποία βυθίζονταν και αντί να γλυτώσουν τον πνιγμό, τελικά αλληλοεξοντώθηκαν και ο Θερμαϊκός κόλπος βάφτηκε κόκκινος από το αίμα τους. Διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν την πόλη που προστατεύει ο Άγιος Δημήτριος, οι σλάβοι συμμάχησαν ξανά με τον χάνο των Αβάρων και τους Βούλγαρους και επιχείρησαν μια αιφνίδια και μαζική επίθεση (617). Οι Θεσσαλονικείς έσπευσαν στις επάλξεις για να προετοιμάσουν την άμυνα τους, τους ενθάρρυνε ο επίσκοπος τους Ιωάννης, ο οποίος είχε δει σε όραμα τον Άγιο Δημήτριο. Όταν οι βάρβαροι άρχισαν να πλησιάζουν τα τείχη με τους πολιορκητικούς πύργους και τους καταπέλτες, ένας θεσσαλονικεύς χριστιανός πήρε μια μικρή πέτρα και έγραψε πάνω της «Εν ονόματι του Θεού και του Αγίου Δημητρίου». Την εκσφενδόνισε εναντίον των εχθρών και η πέτρα χτύπησε μια πελώρια κοτρώνα που μόλις είχε εκτινάξει ένας καταπέλτης. Εξαιτίας του χτυπήματος, η κοτρώνα άλλαξε φορά, γύρισε πίσω και συνέτριψε τον καταπέλτη σκοτώνοντας τους βαρβάρους που τον επάνδρωναν. Μετά το θαύμα αυτό, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ένας σεισμός συγκλόνισε τα τείχη και οι βάρβαροι είχαν την εντύπωση ότι τα τείχη είχαν κατανεύσει. Επιτέθηκαν λοιπόν και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα τείχη, τα οποία ορθώνονταν άθικτα, και με τους κατοίκους της πόλεως, τους οποίους είχε εμψυχώσει ο επίσκοπος. Παρ’όλα αυτά, πέρασαν τριάντα τρεις ημέρες πολιορκίας και διαπραγματεύσεων μέχρι να αποχωρήσουν τελικά οι βάρβαροι.

Χάρις στη προστασία του πολιούχου της, η Θεσσαλονίκη σώθηκε έτσι από πέντε πολιορκίες Σλάβων και Αβάρων, εξάλλου, στις πρεσβείες του Αγίου αποδίδεται και η απελευθέρωση της πόλεως από τον τουρκικό ζυγό το 1912. Πολλές φορές ο Άγιος Δημήτριος προστάτευσε την πόλη από λιμούς, σεισμούς και λοιμούς και οι πάσχοντες, τους οποίους άφηναν σ’ένα παράπλευρο κτίσμα της βασιλικής που είχε μετατραπεί σε νοσηλευτήριο, θεραπεύονταν χάρις στις πρεσβείες του Αγίου, ο οποίος παρουσιαζόταν στον ύπνο τους. Τα θαύματα που επιτελέστηκαν είτε με την άμεση παρέμβαση του Αγίου είτε μέσω του μύρου, είναι τόσο πολλά ώστε εκείνος που θα ήθελε να τα απαριθμήσει θα ομοίαζε με τον μωρό ο οποίος επιθυμεί να καταμετρήσει τους κόκκους της άμμου.

Η περίφημη βασιλική του Αγίου Δημητρίου οικοδομήθηκε τον 5ο αιώνα στον τόπο όπου ενταφιάσθηκε ο Άγιος από τον έπαρχο Ιλλυρικού Λεόντιο, ο οποίος είχε θεραπευθεί θαυματουργικά. Επί σουλτάνου Βαγιαζήτ (1493) μετατράπηκε σε τζαμί και αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία μόνον το 1912. Ατυχώς, στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 καταστράφηκε και χάθηκαν τα πολύχρωμα μαρμαροθετήματα και τα περισσότερα ψηφιδωτά. Αναστηλώθηκε και κατέστη εκ νέου κέντρο της τιμής του Αγίου, ιδίως μετά την μετακομιδή τμήματος τιμίων λειψάνων του που είχαν μεταφερθεί στην Ιταλία (1978/1980).

Η μνήμη του Αγίου τελείται την 26 Οκτωβρίου κάθε έτους. Ο Θεός για να τον τιμήσει, τον ανέδειξε μυροβλύτη και θαυματουργό.



Απολυτίκιον Αγίου Δημήτριου 



Μέγαν εύρατο εv τοις κιvδύvοις, σε υπέρμαχοv, η οικουμένη, Αθλοφόρε τα έθνη τροπούμενον.

Ως ουν Λυαίου καθείλες την έπαρσιν, εν τω σταδίω θαρρύvας τον Νέστορα, ούτως Άγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.